- προπαγανδίζω
- προπαγανδίζω, προπαγάνδισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προπαγανδίζω — Ν 1. ενεργώ προπαγάνδα, προσπαθώ επίμονα με διάφορα μέσα να διαδώσω ιδέες, αρχές, αντιλήψεις 2. (σχετικά με προϊόντα) διαφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαγάνδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
προπαγανδίζω — προπαγάνδισα, προσπαθώ με κάθε τρόπο να διαδώσω ιδέες ή να διαφημίσω προϊόντα, κάνω προπαγάνδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπαγάνδιση — η, Ν [προπαγανδίζω] η διενέργεια προπαγάνδας … Dictionary of Greek
προπαγανδισμός — η, Ν [προπαγανδίζω] η οργάνωση και διεξαγωγή τής προπαγάνδας … Dictionary of Greek
προπαγανδιστής — ο, θηλ. προπαγανδίστρια, Ν 1. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα («προπαγανδιστής τού ρατσισμού») 2. αυτός που υποστηρίζει θερμά μια αρχή, μια αντίληψη, έναν τρόπο ζωής («προπαγανδιστής τής χορτοφαγίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαγανδίζω. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
προπαγανδιστικός — ή, ό, Ν [προπαγανδίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαγάνδα ή που γίνεται για προπαγάνδα (α. «προπαγανδιστική εκδήλωση» β. «προπαγανδιστικά φυλλάδια») 2. φρ. «προπαγανδιστική τέχνη» τέχνη που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει, να… … Dictionary of Greek